Φύλακε

Φύλακε
Φύλακος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φύλακε — φύλαξ watcher masc nom/voc/acc dual φυλακός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλακ' — Φύλακε , Φύλακος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακ' — φύλακα , φύλαξ watcher masc acc sg φύλακι , φύλαξ watcher masc dat sg φύλακε , φύλαξ watcher masc nom/voc/acc dual φύλακε , φυλακός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραζεύγνυμι — και παραζευγνύω ΜΑ ζεύω μαζί αρχ. 1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ) 2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.) 3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”